- αμοιρία
- και -ιά, η [άμοιρος]το να μην έχει κανείς καλή μοίρα, ατυχία, κακοτυχία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμοιρία — αμοιρία, η και αμοιριά, η η κακοτυχία: Τέτοια αμοιριά δεν είχε ξανακούσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμοιρίας — ἀμοιρίᾱς , ἀμοιρία fem acc pl ἀμοιρίᾱς , ἀμοιρία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμοιρος — η, ο (Α ἄμοιρος, ον) 1. αυτός που δεν έχει καλή μοίρα, δύσμοιρος, άτυχος, δυστυχής 2. (με γενική) αυτός που δεν μετέχει σε κάτι ή στερείται κάτι αρχ. ο απαλλαγμένος από κάτι κακό «ἄμοιρος ὕβρεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μοῖρα. ΠΑΡ. αμοιρέω,… … Dictionary of Greek